Πρόκειται για δέντρο που καλλιεργείται για τα φρούτα του, τα οποία τρώγονται νωπά ή ξερά και χρησιμοποιούνται για την παρασκευή μαρμελάδων. Οι διάφορες ποικιλίες της δαμασκηνιάς προέρχονται, κυρίως, από δύο είδη: το Προύνος ο ήμερος – Prunus domestica - (ευρωπαϊκές δαμασκηνιές) και Προύνος ο ιτεόμορφος – Prunus salicina - (ιαπωνικές δαμασκηνιές). Στην Ελλάδα καλλιεργούνται και τα δύο είδη. Οι ιαπωνικές δαμασκηνιές είναι πιο κατάλληλες για τις νότιες περιοχές, επειδή δεν χρειάζονται πολύ χαμηλές χειμωνιάτικες θερμοκρασίες για ν' ανθίσουν και να καρποφορήσουν και κυρίως επειδή έχουν πρώιμη ανθοφορία (από τα μέσα Μαρτίου ως τα μέσα Απριλίου), που στις βόρειες περιοχές μπορεί να καταστραφεί από τις όψιμες παγωνιές. Για τις περιοχές αυτές είναι πιο κατάλληλες οι ποικιλίες της ευρωπαϊκής δαμασκηνιάς, που αντέχουν περισσότερο στο κρύο (καλλιεργούνται ακόμα και στις σκανδιναβικές χώρες) και ανθίζουν πιο αργά (το πρώτο εικοσαήμερο του Απριλίου). Οι δαμασκηνιές είναι φυλλοβόλα δέντρα, ύψους 8-10 μ., με πλατιά «κόμη» και μάλλον επιφανειακό ριζικό σύστημα. Τα δέντρα αυτά δεν ζουν πολλά χρόνια (περίπου 30). Τα φύλλα τους βγαίνουν λίγο μετά από τα λουλούδια. Ο κορμός τους είναι σκεπασμένος μ' ένα μαύρο φλοιό, που παρουσιάζει ρωγμές. Είδη και ποικιλίες Ευρωπαϊκές δαμασκηνιές Προύνος ο κερασιόκαρπος (Prunuscerasifera). Γνωστό και σαν μυροβάλανος, το είδος αυτό έχει ύψος 10 περίπου μ. και παράγει μικρά δαμάσκηνα σε κόκκινο ή κίτρινο χρώμα. Χρησιμοποιείται κυρίως σαν υποκείμενο. Προύνος ο ήμερος (Prunusdomestica). Έχει όρθια κλαδιά, άσπρα λουλούδια και ωοειδή δερματώδη φύλλα, χνουδωτά στην κάτω επιφάνεια. Η σάρκα των καρπών αποσπάται εύκολα από τον πυρήνα (κουκούτσι). Απ'αυτό το είδος προέρχονται οι ποικιλίες που καλλιεργούνται στην Ευρώπη. Πολλές απ' αυτές παράγουν φρούτα τα οποία τρώγονται νωπά, αλλά είναι επίσης κατάλληλα και για αποξήρανση και για παρασκευή μαρμελάδων και ζελέ. Από τις ποικιλίες της ήμερης δαμασκηνιάς (Prunusdomestica) αναφέρουμε τις εξής: Πραγματικές δαμασκηνιές: «Δαμάσκηνα Σκοπέλου», «Δαμάσκηνα d' Agen», «γερμανική δαμασκηνιά», «Στάνλευ» ("Stanley"), «Πρέζιντεντ» ("President"), «Μπλουέφρ» ("Bluefre"), όλα τυπικά δαμάσκηνα με ωοειδές σχήμα, μοβ-κόκκινη φλούδα και κίτρινη ή κιτρινοπράσινη σάρκα, που αποσπάται εύκολα από τον πυρήνα. Τα δαμάσκηνα αυτά τρώγονται νωπά και, επίσης, είναι κατάλληλα για αποξήρανση και μαρμελάδες. Μιραμπέλες: μικρά δαμάσκηνα, στρογγυλά, κίτρινα, με μαλακή σάρκα, που τρώγονται νωπά αλλά και χρησιμοποιούνται, επίσης, για κομπόστες και μαρμελάδες. Ρεγκλότες (ReinesClaudes). Από τις πιο γνωστές ρεγκλότες είναι αυτές που έχουν σφαιρικό σχήμα και πράσινο χρώμα, αλλά υπάρχουν και ποικιλίες με σκούρο μπλε χρώμα. Έχουν σκληρή σάρκα και τρώγονται νωπά αλλά χρησιμοποιούνται επίσης για κομπόστες και για μαρμελάδες. Προύνος ο εμβόλιμος (Prunusinsititia). Γνωστό και σαν κορομηλιά ή τζανεριά, το είδος αυτό είναι μικρό δέντρο ύψους 2 περίπου μ., με χνουδωτά κλαδιά και μεγάλα μοβ ή κίτρινα φρούτα. Χρησιμοποιείται και σαν υποκείμενο. Ιαπωνικές δαμασκηνιές: Προύνος ο ιτεόμορφος (Prunussalicina). Έχει κρεμάμενα κλαδιά, λεπτά, λογχοειδή φύλλα και άσπρα λουλούδια. Η σάρκα των φρούτων είναι σκληρή και προσκολλημένη στον πυρήνα. Τα δαμάσκηνα αυτά τρώγονται μόνο νωπά. Οι ιαπωνικές δαμασκηνιές είναι πιο παραγωγικές από τις ευρωπαϊκές. Από τις ποικιλίες της ιαπωνικής δαμασκηνιάς αναφέρουμε την «Μπούρμπανκ» ("Burbank") με μεγάλα, κόκκινα φρούτα και σκληρή σάρκα (αυτόστειρη), «Φλωρεντία» ("Florentia"), «Σίρο» ("Shiro") με σφαιροειδή φρούτα, σάρκα και φλούδα κίτρινες (αυτόσειρες), «Σάντα Ρόζα» ("SantaRosa") με μεγάλα, στρογγυλά, κόκκινα φρούτα. Πολλές ιαπωνικές δαμασκηνιές είναι αυτόστειρες: για να μπορέσουν να γονιμοποιηθούν και, συνεπώς, να καρποφορήσουν, θα πρέπει να φυτέψετε δίπλα στην αυτόστειρη ποικιλία μια δαμασκηνιά άλλης ποικιλίας, που να μπορεί να γονιμοποιήσει αυτήν που έχετε διαλέξει. Το φαινόμενο αυτό παρατηρείται λιγότερο στις ευρωπαϊκές ποικιλίες. Τεχνική της καλλιέργειας Η δαμασκηνιά προτιμά τα δροσερά αλλά καλά αποστραγγιζόμενα εδάφη. Επειδή έχει μάλλον επιφανειακό ριζικό σύστημα, μπορεί ν'αναπτυχθεί ακόμα και σε εδάφη με μικρό βάθος∙ για τον ίδιο λόγο δεν είναι καθόλου ανθεκτική στην ξηρασία ενώ μπορεί ν'αντέξει τα στάσιμα νερά. Η ευρωπαϊκή δαμασκηνιά προσαρμόζεται καλύτερα από την ιαπωνική σε αργιλώδη εδάφη. Το φύτεμα γίνεται το φθινόπωρο ή την άνοιξη, σ' ένα έδαφος εμπουτισμένο με οργανικά και ανόργανα λιπάσματα. Το σημείο του εμβολιασμού θα πρέπει να βρίσκεται πάνω από την επιφάνεια του εδάφους. Δίπλα σε κάθε νεαρό δέντρο θα πρέπει να τοποθετείτε έναν πάσσαλο για στήριγμα. Αν θέλετε να φυτέψετε περισσότερα δέντρα είναι απαραίτητο ν'αφήσετε μια απόσταση 4-7 μ. απ' όλες τις πλευρές (για διαμόρφωση σε σχήμα κυπέλλου) ή 3-4 μ. πάνω στις γραμμές και 4-5 μ. ανάμεσα σ'αυτές (για διαμόρφωση σε παλμέττα. Όταν καλλιεργείτε το χώμα κάτω από το δένρο, για να ξεριζώσετε τα ζιζάνια ή για να ρίξετε λίπασμα, θα πρέπει να προσέχετε πολύ, ώστε να μην πληγώσετε το ριζικό του σύστημα. Τα δαμάσκηνα μαζεύονται από το τέλος Ιουνίου ως τον Σεπτέμβριο, όταν έχουν ωριμάσει εντελώς (είναι έτοιμα όταν κουνώντας το φυτό πέφτουν από μόνα τους). Μετά τη συγκομιδή δεν διατηρούνται για πολύ, γι'αυτό σας συμβουλεύουμε να μαζεύετε τα δαμάσκηνα που προορίζονται για αποθήκευση πριν ωριμάσουν τελείως. Η παραγωγή της δαμασκηνιάς γίνεται κανονική ύστερα από 5 χρόνια. Τα δέντρα αυτά καρποφορούν για 20 περίπου χρόνια. Πολλαπλασιασμός Η σπορά γίνεται σχεδόν αποκλειστικά για την παραγωγή υποκειμένων. Οι ποικιλίες παρουσιάζονται με εμβολιασμό με «κοιμώμενο οφθαλμό» τον Αύγουστο – Σεπτέμβριο. Το υποκείμενο που χρησιμοποιείται περισσότερο για τη δαμασκηνιά είναι ο Προύνος ο κερασιοφόρος (Prunuscerasifera), κοινώς μυροβάλανος. Η δαμασκηνιά που εμβολιάζεται πάνω σε μυροβάλανο αναπτύσσεται πολύ καλά και προσαρμόζεται ακόμα και σε υγρά και βαριά εδάφη. Άλλα υποκείμενα είναι η ροδακινιά, η αμυγδαλιά και τα σπορόφυτα, από ποικιλίες ευρωπαϊκής δαμασκηνιάς. Υπάρχουν επίσης άριστα υποκείμενα με τα αρχικά ΕΜ ή GF, που έχουν δημιουργηθεί σε πειραματικούς δεντροκομικούς σταθμούς. Κλάδεμα Η δαμασκηνιά διαμορφώνεται συνήθως σε σχήμα κυπέλλου ή σε σχήμα παλμέττας. Όσο για το κλάδεμα παραγωγής, οι ιαπωνικές ποικιλίες χρειάζονται διαφορετικό απο τις ευρωπαϊκές. Οι ιαπωνικές δαμασκηνιές παράγουν φρούτα πάνω σε μεικτούς βλαστούς του προηγούμενου χρόνου και σε ανθοφόρα κεντριά (που σχηματίζονται πάνω σε κλαδιά δύο ή περισσότερων χρόνων). Το κλάδεμα, που πρέπει να είναι μάλλον «αυστηρό», συνίσταται στο αραίωμα των μεικτών βλαστών του προηγούμενου χρόνου και στην επιβράχυνση των κλαδιών που έχουν ηλικία δύο χρόνων. Αρκετές ιαπωνικές ποικιλίες έχουν επίσης την τάση να φορτώνονται με πάρα πολλά φρούτα, γι' αυτό κανονικά θα πρέπει να τ' αραιώνετε αν θέλετε να έχετε μεγάλα και καλής ποιότητας δαμάσκηνα. Οι ευρωπαϊκές δαμασκηνιές χρειάζονται λιγότερο αυστηρό κλάδεμα, που συνίσταται στο αραίωμα τω μικρών ετήσιων βλαστών. Ζωικοί εχθροί και ασθένειες Η δαμασκηνιά προσβάλλεται συνήθως από τα έντομα και τις ασθένειες που προσβάλλουν όλα τα πυρηνόκαρπα και, κυρίως, τη ροδακινιά. Η αλευρώδης αφίδα της ροδακινιάς και της δαμασκηνιάς (Hyalopteruspruni) σχηματίζει κηρώδεις αποικίες στα σημεία που έχουν προσβληθεί. Τα φύλλα ξεραίνονται και πέφτουν. Οι καρποί αναπτύσσονται ελάχιστα και πέφτουν πριν ωριμάσουν. Η πράσινη αφίδα της ροδακινιάς (Myzuspersicae) προσβάλλει και τη δαμασκηνιά: τρυπάει και δημιουργεί φλύκταινες στα φύλλα, που ξεραίνονται και πέφτουν. Η καταπολέμηση συνίστααται σε ψεκασμούς με ωοκτόνο χειμερινό πολτό πριν το άνοιγμα των μπουμπουκιών και σ' ένα δεύτερο ψεκασμό με θειική νικοτίνη ή άλλο εντομοκτόνο, όταν σχηματιστούν οι καρποί. Το κοκκοειδές (ψώρα) του Σαν Ζοζέ (Quadraspidiotusperniciosus) προσβάλλει τον κορμό και τα κλαδιά, όπου σχηματίζει κρούστες, αποτελούμενες από τα ασπίδια, τα οποία προστατεύουν αυτά τα μικροσκοπικά έντομα. Μερικές φορές προσβάλλονται ακόμα και τα φύλλα. Πάνω στους καρπούς των άρρωστων δέντρων εμφανίζονται κόκκινες κηλίδες (αν η φλούδα έχει σκούρο χρώμα). Η καταπολέμηση συνίσταται στη χρήση πολυθειούχου βαρίου ή ασβεστίου ή κίτρινου χειμερινού πολτού στη διάρκεια της βλαστιτικής ανάπαυσης. Με το άνοιγμα των μπουμπουκιών, αντίθετα, χρησιμοποιείται θερινός πολτός. Η μουμιοποίηση των καρπών προκαλείται απο δύο μύκητες (Monilialaxa και Moniliafructigena): τα λουλούδια, τα μπουμπούκια, οι βλαστοί και τα φύλλα που προσβάλλονται απ'αυτούς πιάνουν μούχλα, ενώ οι καρποί μουμιοποιούνται και παραμένουν προσκολλημένοι πάνω στο δέντρο. Στην περίπτωση αυτή πρέπει να κόψετε τα προσβλημένα μέρη και τους μουμιοποιημένους καρπούς και να ψεκάσετε τα δέντρα με μυκητοκτόνα φάρμακα. Ο εξώασκος είναι ένας μύκητας (Taphrinadeformans) που προσβάλλει την δαμασκηνιά. Προκαλεί φλύκταινες πάνω στα φύλλα, τα οποία παίρνουν ένα κοκκινωπό χρώμα και σιγά-σιγά ξεραίνονται και πέφτουν. Τα άρρωστα δέντρα παράγουν ελάχιστους καρπούς. Η καταπολέμηση γίνεται με μυκητοκτόνα που έχουν σαν βάση το Ζιράμ ή το TMTD. Η μολύβδωση προκαλείται από ένα μύκητα (Stereumpurpureum), που προσβάλλει τα φύλλα, τα οποία αποκτούν ένα μεταλλικό – ασημί χρώμα, ενώ ταυτόχρονα παραμορφώνονται και γίνονται εύθραυστα και σαρκώδη. Επίσης ο κορμός και τα κλαδιά παρουσιάζουν μεγάλες εσωτερικές νεκρώσεις και καλύπτονται από γκριζωπά ημικυκλικά καρποφόρα σώματα, με ανάγλυφες ή κυματοειδείς παρυφές. Η μόλυνση μεταδίδεται από τα μη επουλωμένα τραύματα που μένουν ακάλυπτα. Η καταπολέμηση συνίσταται, επομένως, στην προστασία των κομμένων επιφανειών με τις κατάλληλες μαστίχες. Τέλος, η εκβολή γόμας από κάποιο σημείο του δέντρου μπορεί να οφείλεται ή σε πληγές που έχουν προκληθεί από μηχανικούς παράγοντες ή από προσβολές παρασίτων. Στην περίπτωση αυτή χρειάζονται ψεκασμοί με βάση το χαλκό, κυρίως το βορδιγάλειο πολτό ή με μη χαλκούχα φυτοφάρμακα, όπως το Θιράμ και το Ζιράμ.
Όλοι λατρεύουμε τα καρύδια, ένα εξαιρετικά δημοφιλές είδος ξηρών καρπών και ιδιαίτερα αγαπημένο στη χώρα μας. Η καρυδόψιχα λαμβάνεται από το εσωτερικό των καρπών της καρυδιάς και είναι ιδιαίτερα γευστική όταν τρώγεται αποξηραμένη ή ακόμα και φρέσκια. Το δέντρο της καρυδιάς έχει καταγωγή από τη νότια Ασία και είναι φυλλοβόλο καρποφόρο δέντρο, ταχείας ανάπτυξης που μπορεί να φτάσει σε ύψος μέχρι τα 30 μέτρα. Η καρυδιά καλλιεργείται στις περισσότερες περιοχές της χώρας μας, από τη Μακεδονία και τη Θράκη μέχρι τη Στερεά Ελλάδα, την Πελοπόννησο και την Κρήτη. Τα καρύδια όπως και οι περισσότεροι ξηροί καρποί, εκτός από μοναδική γεύση, προσφέρουν στον οργανισμό μας ενέργεια και πολύτιμα θρεπτικά συστατικά, καθώς περιέχουν πρωτεΐνες, ω3 λιπαρά οξέα, βιταμίνες, φυτικές ίνες, μαγνήσιο, σίδηρο και ασβέστιο.
Ποιες ποικιλίες καρυδιάς καλλιεργούνται στη χώρα μας;
Η επιλογή της κατάλληλης ποικιλίας είναι σημαντικός παράγοντας για την επιτυχία της καλλιέργειας της καρυδιάς. Η ποικιλία Franquette είναι εξαιρετική γαλλική ποικιλία καρυδιάς, ζωηρή και παραγωγική που ωριμάζει στις αρχές Οκτώβρη και συστήνεται για ορεινές και ημιορεινές ψυχρές περιοχές, καθώς βλαστάνει αργά την άνοιξη. Η ποικιλία Hartley είναι εκλεκτή ιταλική ποικιλία καρυδιάς με μεγάλο μέγεθος καρπού που ωριμάζει στα τέλη Σεπτεμβρίου και συστήνεται για νοτιότερες περιοχές. Πολύ διαδεδομένη και παραγωγική ποικιλία καρυδιάς με υψηλό ποσοστό ψίχας του καρπού είναι και η ποικιλία Chandler από την Καλιφόρνια της Αμερικής, ενώ ενδιαφέρουσα ποικιλία είναι και η υπερπρώιμη ποικιλία Payne που έχει μεγάλο μέγεθος καρπού και ωριμάζει στις αρχές του Σεπτεμβρίου.
Σε ποιες συνθήκες καλλιεργείται η καρυδιά;
Η καρυδιά ευδοκιμεί σε βαθιά εδάφη που παρουσιάζουν πολύ καλή αποστράγγιση, καθώς οι ρίζες της μπορεί να ξεπεράσουν σε βάθος τα 3 μέτρα. Η καλλιέργεια της καρυδιάς χρειάζεται γόνιμο έδαφος με αρκετή οργανική ουσία, ενώ είναι ευαίσθητη σε αλατούχα και αλκαλικά εδάφη. Η καρυδιά γενικότερα θέλει δροσερό περιβάλλον, καθώς είναι ευαίσθητη τόσο στις πολύ χαμηλές όσο και στις πολύ ψηλές θερμοκρασίες. Οι βροχές αργά την άνοιξη δημιουργούν προβλήματα ανάπτυξης μυκητολογικών και βακτηριακών ασθενειών, ενώ οι ανοιξιάτικοι παγετοί προκαλούν ζημιές κυρίως στις ορεινές περιοχές. Η καρυδιά μπαίνει σε καρποφορία μετά τον 4ο χρόνο, φτάνει σε επίπεδο υψηλής παραγωγής κατά το 10ο χρόνο και έχει σημαντική καρποφορία για αρκετές δεκαετίες καθώς θεωρείται μακρόβιο δέντρο.
Πότε γίνεται η φύτευση της καρυδιάς και σε τι αποστάσεις;
H πυκνότητα φύτευσης της καρυδιάς εξαρτάται από την ποιότητα του εδάφους, την ποικιλία της καρυδιάς που φυτεύουμε, καθώς και στο υποκείμενο που έχει εμβολιαστεί η ποικιλία. Κατάλληλες αποστάσεις φύτευσης για τις καρυδιές, μπορεί να είναι από 7 x 7 μέτρα μέχρι 10 x 10 μέτρα. Το υποκείμενο καρυδιάς Jungan nigra είναι κατάλληλο για πυκνότερες φυτεύσεις, καθώς σε αυτό εμβολιάζονται ποικιλίες που μπαίνουν νωρίς στην παραγωγή. Αντίθετα, ποικιλίες καρυδιάς που εμβολιάζονται στο υποκείμενο Jungan regia απαιτούν μεγαλύτερες αποστάσεις φύτευσης. Κατάλληλη εποχή για την φύτευση των δενδυλλίων καρυδιάς, κυρίως γυμνόρριζων χωρίς μπάλα χώματος, είναι η περίδος του χειμώνα, από Δεκέμβριο μέχρι Φεβρουάριο, ενώ για δενδρύλλια καρυδιάς που είναι σε γλάστρα χώματος, η φύτευση μπορεί να γίνει μέσα στην άνοιξη.
Κάθε πότε χρειάζεται πότισμα η καρυδιά;
Η καρυδιά έχει σημαντικές απαιτήσεις σε εδαφική υγρασία, ιδιαίτερα από τις αρχές του καλοκαιριού μέχρι τα μέσα φθινοπώρου. H έλλειψη αρκετής διαθέσιμης ποσότητας νερού μπορεί να οδηγήσει στην παραγωγή καρυδιών μικρότερου μεγέθους. Ειδικά την περίοδο του καλοκαιριού, οι μειωμένες ποσότητες νερού μπορούν να συντελέσουν στην μειωμένη ψίχα του καρυδιού. Ποτίζουμε μία φορά τη βδομάδα την περίοδο της άνοιξης και του φθινοπώρου και τουλάχιστον δύο φορές τη βδομάδα την περίοδο του καλοκαιριού. Κατάλληλος τρόπος ποτίσματος για τις καρυδιές είναι η μέθοδος άρδευσης με σταγόνες, καθώς συτελεί στην εξοικονόμηση νερού και στην αποτελεσματικό εφοδιαμό με νερό του ριζικού συστήματος της καρυδιάς που βρίσκεται σε αρκετό βάθος μέσα στο έδαφος.
Τι λίπασμα βάζουμε στις καρυδιές;
Η καρυδιά χρειάζεται αρκετή ποσότητα βιολογικού λιπάσματος με ενισχυμένο άζωτο, φώσφορο και κάλιο για να έχει ικανοποιητική ανάπτυξη και καρποφορία. Συμπληρωματικά, μπορεί να γίνει ενσωμάτωση με κοπριά και κομπόστ, για την ενίσχυση με άζωτο και οργανική ουσία που βοηθά στη γονιμότητα του εδάφους. Κατάλληλη εποχή για να βάλουμε το λίπασμα είναι στα τέλη του χειμώνα. Επίσης, η καρυδιά έχει ανάγκη από διάφορα ιχνοστοιχεία όπως το μαγνήσιο, το βόριο, ο ψευδάργυρος και ο σίδηρος που επηρεάζουν την καλή βλάστηση και την καρπόδεση της. Για την αντιμετώπιση της έλλειψης των στοιχείων αυτών, μπορούν μέσα στην άνοιξη να χρησιμοποιηθούν διαφυλλικά λιπάσματα με ψεκασμό στο φύλλωμα της καρυδιάς, τα οποία μας δίνουν μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα σε σχέση με την τοποθέτηση των αντίστοιχων στοιχείων μέσω εδαφικής λίπανσης.
Ποιες ασθένειες και έντομα προσβάλλουν την καρυδιά και πότε ψεκάζουμε;
H καρυδιά προσβάλλεται από μυκητολογικές ασθένειες όπως η ανθράκωση που προκαλεί μαύρες κηλίδες στο φύλλωμα της και φυλλόπτωση, από τη φυτόφθορα που δημιουργεί έκκριση κόλλας στον κόρμο του δέντρου, και από τη βακτηρίωση που προκαλεί κηλίδες στα φύλλα και μαύρισμα στους καρπούς. Για την αντιμετώπιση των ασθενειών ψεκάζουμε πριν την έκπτυξη των φύλλων και μετά ανά 15 μέρες με χαλκούχο διάλυμα, ενώ για την αντιμετώπιση της φυτοφθορα συμπληρωματικά γίνεται ασβέστωμα του κορμού κατά τον Απρίλιο. Η καρυδιά μπορεί να προσβληθεί από το έντομο της μελίγκρας, από την καρπόκαψα που σκουληκιάζει τον καρπό, από την ψώρα (κοκκοειδή) και από τον τετράνυχο. Για την αντιμετώπιση τους, ψεκάζουμε με οικολογικά σκευάσματα βάκιλου Θουριγγίας, φυσικής πυρεθρίνης και θερινού πολτού που προμηθευόμαστε από γεωπονικά καταστήματα.
Ποια εποχή και πώς γίνεται το κλάδεμα της καρυδιάς;
To κλάδεμα της καρυδιάς διακρίνεται στο κλάδεμα διαμόρφωσης που γίνεται στα νεαρά δενδρύλλια καρυδιάς και στο κλάδεμα καρποφορίας που γίνεται στα ενήλικα δένδρα καρυδιάς. Πιο διαδεδομένα κλάδέματα διαμόρφωσης της καρυδιάς είναι το κυπελλοειδές σχήμα που χαρακτηρίζεται από 3-4 πλάγιους βραχίονες που σχηματίζουν γωνία 60 μοιρών με τον κορμό και το σχήμα πυραμίδας που περιλαμβάνει 4-5 κύριους βραχίονες που διαμορφώνονται κάθετα και με οριζόντια κατεύθυνση προς τον κορμό. To κλάδεμα καρποφορίας της καρυδιάς πρέπει να γίνεται κάθε χρόνο και να στοχεύει στην διατήρηση του σχήματος των δέντρων, στην απομάκρυνση των ξερών και αδύναμων κλάδων, στον καλό αερισμό και φωτισμό του εσωτερικού της κόμης των δέντρων, καθώς και στην εξασφάλιση καλής παραγωγής. Το κλάδεμα της καρυδιάς γίνεται στο τέλος του χειμώνα αφού περάσουν οι έντονοι παγετοί.
Πότε γίνεται η συγκομιδή των καρυδιών και πώς συντηρούνται;
Ανάλογα την ποικιλία της καρυδιάς και την περιοχή, η συγκομιδή ξεκινά από τις αρχές του Σεπτεμβρίου μέχρι τα μέσα του Νοέμβρίου. Η συγκομιδή γίνεται με τα χέρια ή με προσεκτικό ράβδισμα και συλλογή από το έδαφος. Στη συνέχεια βγάζουμε τον φλοιό από τους καρπούς και τους αποξηραίνουμε σε τελάρα στον ήλιο σε σημεία που διαθέτουν καλό αερισμό. Τα καρύδια μπορούν να διατηρηθούν περισσότερο σε δροσερό περιβάλλον ή σε ψυγείο, καθώς σε θερμοκρασίες περιβάλλοντος περίπου 21°C οξειδώνονται σε 3-4 μήνες λόγω της μεγάλης περιεκτικότητας σε έλαια που διαθέτουν.
Πώς δημιουργούμε καινούρια φυτά καρυδιάς;
Ο πολλαπλασιασμός της καρυδιάς γίνεται κυρίως με εμβολιασμό της επιθυμητής ποικιλίας σε διάφορα υποκείμενα καρυδιάς που έχουν πολλαπλασιαστεί με σπόρο. O εμβολιασμός της καρυδιάς μπορεί να γίνει με αγγλικό εγκεντρισμός σε νεαρά δενδρύλλια την περίοδο Μαρτίου – Απριλίου ή με υπόφλοιος εγκεντρισμό σε ενήλικα δέντρα την περίοδο Μαρτίου – Απριλίου. Επίσης, μπορεί να γίνει ενοφθαλμισμός τύπου Τ σε δέντρα καρυδιάς με βλαστάνοντα οφθαλμό την περίοδο Αυγούστου – Σεπτεμβρίου ή με ενοφθαλμισμός με πλακίτη κατά τον Αύγουστο – Σεπτέμβριο.
Ο Πλάτανος του Καναδά είναι ένα επιβλητικό φυλλοβόλο δέντρο μεγάλου ύψους και γρήγορου ρυθμού ανάπτυξης. Χρησιμοποιείται σε πάρκα, σε πλατείες, σε δενδροστοιχίες αλλά και για σκίαση στον κήπο. Μπορεί ακόμα άφοβα να φυτευθεί στα πεζοδρόμια διότι δημιουργεί βαθύ ριζικό σύστημα το οποίο δεν ανασηκώνει τις πλάκες ή οποιοδήποτε άλλο υλικό επίστρωσης. Εξαιρετικά δυνατό δέντρο, αντέχει στις καταπονήσεις του αστικού περιβάλλοντος, στην ζέστη και στους ισχυρούς ανέμους. Εάν επιδιωχθεί η συγκράτησή του σε ένα ορισμένο ύψος κλαδεύεται δίχως πρόβλημα. Αποτελεί ένα εξαιρετικά χρήσιμο δέντρο για την κηποτεχνία και την αρχιτεκτονική τοπίου.
Ως κορόμηλο ονομάζεται ο εμπύρηνος καρπός του φυτού κορομηλιά (Prunus cocomilia), δηλαδή ανήκει στο γένος Προύμνη (Prunus) που περιλαμβάνει πολλά οπωροφόρα δέντρα όπως η δαμασκηνιά, η βερικοκιά και η αμυγδαλιά, και στην οικογένεια των Ροδοειδών (Rosaceae). Με τις δύο τελευταίες μοιάζει αρκετά και η κορομηλία, που είναι ένα ψηλό φυλλοβόλο δέντρο με οδοντωτά φύλλα και λευκά άνθη.
Ποια είδη κορόμηλου υπάρχουν;
Δεν υπάρχει μονάχα ένα είδος κορόμηλου αλλά πολλά, τα οποία μπορούμε εύκολα να διακρίνουμε ανάλογα με το χρώμα τους.
Το μιράμπελο (Mirabelle ή δαμάσκηνα Μπερεκέτια ή Prunus Instititia) έχει την πιο γλυκιά γεύση, με σκούρο κίτρινο χρώμα και καλλιεργείτε κυρίως στην πόλη Λορένη της Γαλλίας, με τίτλο Προστατευόμενης Γεωγραφικής Ένδειξης.
Η μπουρνέλα (Prunus spinosa) έχει τους πιο ευμεγέθεις καρπούς, που αρχικά είναι πράσινοι και όταν ωριμάζουν αποκτούν κοκκινοκίτρινο χρώμα, και είναι ιδιαίτερα διαδεδομένη στην Ανατολική Ευρώπη.
Ευρέως διαδεδομένα στην αγορά είναι τα πράσινα κορόμηλα (ρεγκλότες ή πράσινες βανίλιες) που έχουν μεγάλους καρπούς και ευχάριστη αρωματική γλυκόξινη γεύση.
Τέλος, υπάρχουν τα μικρά γλυκά κίτρινα κορόμηλα καθώς και τα πορτοκαλί και μαύρα κορόμηλα, ποικιλίες που στην Ελλάδα εντοπίζονται κυρίως στην Πελοπόννησο, στην ευρύτερη περιοχή της Τρίπολης.
Κορόμηλα: Ποια είναι η διατροφική τους αξία;
Τα κορόμηλα χαρακτηρίζονται από ισχυρές αντιοξειδωτικές ιδιότητες, λόγω της υψηλής περιεκτικότητάς τους στις βιταμίνες C και A, γεγονός που χαρακτηρίζει τους περισσότερους καρπούς δέντρων της οικογένειας των Ροδοειδών και αντικατοπτρίζεται στα έντονα χρώματά τους. Το φρούτο είναι επίσης πλούσιο σε νιασίνη (βιταμίνη Β3), η οποία είναι συμμετέχει στην απελευθέρωση ενέργειας στον οργανισμό. Στα παραπάνω θρεπτικά συστατικά αποδίδεται επίσης έντονη αντιγηραντική δράση ενώ ενισχύουν τη λειτουργία του ανοσοποιητικού συστήματος, προστατεύοντας από λοιμώξεις. Ένα άλλο χαρακτηριστικό των κορόμηλων είναι οι φυτικές ίνες που περιέχουν σε υψηλή συγκέντρωση, ιδιαίτερα εάν καταναλώνονται ωμά με τη φλούδα, που παίζουν καθοριστικό ρόλο στην εύρυθμη λειτουργία του εντέρου.
Κορόμηλα και οφέλη για την υγεία
Βιταμίνη C
Επιλέγοντας τα κορόμηλα για να καλύψουμε τις 3 μερίδες φρούτων που συστήνεται να καταναλώνουμε ημερησίως, καλύπτουμε περισσότερο από 50% των αναγκών μας σε βιταμίνη C. Η βιταμίνη αυτή, λόγω της ισχυρής αντιοξειδωτικής της ικανότητας, βοηθά στην πρόληψη χρόνιων παθήσεων όπως τα καρδιαγγειακά νοσήματα και στην άμυνα του οργανισμού απέναντι σε λοιμώξεις, βοηθά στη ρύθμιση των υψηλών επιπέδων αρτηριακής πίεσης καθώς και σε περιπτώσεις υψηλής συγκέντρωσης ουρικού οξέως στο αίμα ενώ ενισχύει και την απορρόφηση σιδήρου από φυτικές τροφές, στις οποίες φυσιολογικά η απορρόφηση είναι πολύ χαμηλή.
Βιταμίνη A
Από την άλλη πλευρά, σημαντική είναι και η εξασφάλιση ενός σημαντικού ποσοστού των αναγκών μας σε βιταμίνη Α καταναλώνοντας κορόμηλα. Η συγκεκριμένη βιταμίνη, όταν προσλαμβάνεται σε επαρκείς ποσότητες από τη διατροφή, μπορεί να καθυστερήσει την μείωση της όρασης που φυσιολογικά επέρχεται με την αύξηση της ηλικίας. Η ισχυρή αντιοξειδωτική της δράση και ο σημαντικός της ρόλος στην ανάπτυξη των κυττάρων την καθιστούν ως έναν πιθανό παράγοντα μείωσης του κινδύνου εμφάνισης διαφόρων τύπων καρκίνου. Τέλος, επαρκής πρόσληψη βιταμίνης Α θωρακίζει τον οργανισμό ενισχύοντας το ανοσοποιητικό του σύστημα έναντι σε λοιμώξεις και μας βοηθά να αναρρώνουμε με γρηγορότερο ρυθμό.
Φυτικές ίνες
Ας μην ξεχνάμε και τον καθοριστικό ρόλο των φυτικών ινών στη διατροφή μας, κύριες πηγές των οποίων είναι τα φρούτα. Η υψηλή πρόσληψή τους σε συνδυασμό με την επαρκή ενυδάτωση μειώνει την πιθανότητα εμφάνισης δυσκοιλιότητας και βελτιώνει την υγεία του εντέρου. Οι υδατοδιαλυτές φυτικές ίνες συμμετέχουν στον περιορισμό των επιπέδων «κακής» LDL χοληστερόλης στο αίμα ενώ αποτελούν ισχυρό σύμμαχο των ατόμων με υψηλά επίπεδα σακχάρου, καθώς μειώνουν το γλυκαιμικό δείκτη των τροφών. Τέλος, οι φυτικές ίνες προκαλούν αίσθημα κορεσμού χωρίς να προσθέτουν θερμίδες στα τρόφιμα, βοηθώντας έτσι σε μια προσπάθεια ρύθμισης του σωματικού βάρους.
Η μουριά (Morus alba και M. nigra, Moraceae) είναι φυλλοβόλο πλατύφυλλο δέντρο με πολύ διακοσμητικό φύλλωμα και φημίζεται για τη σκιά του. Στο γένος Morus ταξινομούνται 12 είδη με καταγωγή από τις περιοχές της Β. Αμερικής και της Ασίας. Σε πολλές χώρες η μουριά καλλιεργείται για τους καρπούς, το ξύλο ή τα φύλλα της που αποτελούν τροφή για τους μεταξοσκώληκες. Χρησιμοποιείται συχνά στην αρχιτεκτονική τοπίου εξαιτίας της μεγάλης ανάπτυξης και της πυκνής σκίασης που δημιουργεί. Τα πιο γνωστά είδη είναι η λευκή (Morus alba) και η μαύρη μουριά (M. nigra), ενώ υπάρχουν και άλλα είδη όπως η ερυθρή (M. rubra) και η κελτιδόφυλλη μουριά (Μ. celtidifolia).
Μορφολογία του δένδρου
Η μουριά, στο μεσογειακό κλίμα δεν ξεπερνάει σε ύψος τα 8-10 m και διάμετρο 6-8 m. Ο κορμός της είναι ευθύς και διακλαδίζεται σε βραχίονες. Οι βραχίονες καλό είναι να διατηρούνται σε ύψος από 1,5 – 2 m. Τα κλαδιά είναι ισχυρά και δημιουργούν κόμη με ημισφαιρικό σχήμα. Τα φύλλα είναι απλά, ωοειδή με οδοντωτή περιφέρεια, ενώ αναπτύσσονται εναλλάξ πάνω στους βλαστούς. Τα νεαρά συνήθως φύλλα είναι έλοβα. Στη λευκή μουριά (Morus alba) είναι μεγάλα, λεπτά, με γυαλιστερή επιφάνεια, έντονες νευρώσεις και ανοιχτό πράσινο χρώμα. Στη μαύρη μουριά (M. nigra) είναι πιο πλατιά, χνουδωτά και έχουν σκούρο πράσινο χρώμα. Η μουριά ανθίζει νωρίς την άνοιξη πριν εμφανιστούν τα φύλλα. Τα άνθη είναι μικρά, λευκά χωρίς καλλωπιστική αξία. Οι καρποί ωριμάζουν το καλοκαίρι Ιούλιο-Αύγουστο. Στη λευκή μουριά είναι λευκοί ή ρόδινοι ενώ στη μαύρη έχουν σκούρο κόκκινο χρώμα και είναι πιο γευστικοί. Από τις πολλές ποικιλίες μουριάς, η κρεμοκλαδής (Morus alba “pendula”) παρουσιάζει ιδιαίτερο κηποτεχνικό ενδιαφέρον.
Καλλιεργητικές φροντίδες της μουριάς
Η μουριά μπορεί να φυτευτεί σε όλους τους τύπους εδαφών, σε γόνιμα και πλούσια σε οργανική ουσία. Το χώμα πρέπει να είναι νωπό, χωρίς να κρατά υπερβολική υγρασία. Φυτεύεται σε ηλιόλουστες θέσεις όπου δημιουργεί πυκνή σκιά και προτιμά τα υπήνεμα σημεία του κήπου. Είναι ανθεκτική στην ξηρασία και κατάλληλη για φύτευση σε παραθαλάσσιες περιοχές. Είναι ανθεκτική και στις χαμηλές θερμοκρασίες του χειμώνα. Αντέχει σε περιοχές με έντονη ατμοσφαιρική ρύπανση. Σε πολλές περιπτώσεις η μουριά κλαδεύεται πολύ αυστηρά, όπου αφαιρούνται ακόμα και οι βραχίονες. Ωστόσο η συνήθεια αυτή έχει προέλθει από τις καλλιέργειες μουριάς για παραγωγή φύλλων, με σκοπό την εκτροφή του μεταξοσκώληκα.
Εχθροί και ασθένειες που προσβάλλουν τη μουριά
Είναι ανθεκτικό φυτό, χωρίς να προσβάλλεται έντονα από έντομα του κήπου ή ασθένειες. Αποικίες αφίδων (μελίγκρες) αναπτύσσονται πάνω στα φύλλα, ιδίως στα μέσα της άνοιξης, αλλά οι πληθυσμοί τους δεν είναι σημαντικοί και συνήθως ελέγχονται από τα ωφέλιμα έντομα. Σπάνια προσβάλλεται από μύκητες που προκαλούν σήψη στις ρίζες ή προβλήματα στον κορμό.
Φύτευση μουριάς στον κήπο
Για τον κήπο επιλέγονται «αρσενικά» δένδρα, χωρίς καρπούς
Ιδανικό φυτό για σκίαση, εάν δεχθεί το κατάλληλο κλάδεμα
Με κατάλληλη διαμόρφωση τα κλαδιά μουριών σε δεντροστοιχία, μπορούν να δημιουργήσουν φυσική πέργκολα
Κατάλληλη για δεντροστοιχίες, αφού αντέχει την ατμοσφαιρική ρύπανση
Χρησιμοποιείται για σκίαση, σε χώρους στάθμευσης και πεζοδρόμια
Η κρεμοκλαδής μουριά φυτεύεται σε χλοοτάπητες σε κεντρικά σημεία του κήπου
Το γκρέιπφρουτ αποτελεί μία πολύ υγιεινή επιλογή για όσους προσπαθούν να καταναλώνουν περισσότερα φρούτα. Μάλιστα, η τακτική κατανάλωση του συγκεκριμένου φρούτου συνδέεται με την αυξημένη πρόσληψη θρεπτικών ουσιών. Μία μελέτη διαπίστωσε ότι οι γυναίκες που έτρωγαν γκρέιπφρουτ είχαν επίσης υψηλότερη πρόσληψη βιταμίνης C, μαγνησίου, καλίου, διαιτητικών ινών και βελτιωμένη ποιότητα διατροφής. Ακολουθούν μερικοί ακόμη λόγοι που αξίζει να το εντάξετε στην καθημερινότητά σας.
Ενισχύει το ανοσοποιητικό σύστημα
Τα γκρέιπφρουτ είναι μία καλή πηγή βιταμινών Α, C και E, οι οποίες συνεργάζονται για να τονώσουν το ανοσοποιητικό σύστημα. Ενδεικτικά, ένα ολόκληρο γκρέιπφρουτ περιέχει 77 μικρογραμμάρια βιταμίνης C, δηλαδή μεγαλύτερη ποσότητα από αυτή που θα λαμβάνατε από ένα μεγάλο πορτοκαλί.
Μπορεί να βοηθήσει στην πρόληψη του διαβήτη
Υπάρχουν ενδείξεις ότι η κατανάλωση γκρέιπφρουτ - η οποία είναι μέτρια όσο αφορά στα επίπεδα του γλυκαιμικού δείκτη - μπορεί να βοηθήσει να διατηρηθούν ακόμη και τα επίπεδα ινσουλίνης, προστατεύοντας από τον διαβήτη τύπου 2.
Μπορεί να συμβάλλει στην αποφυγή της συσσώρευσης λίπους στις αρτηρίες
Υπάρχουν στοιχεία - τουλάχιστον σε ποντίκια - που δείχνουν ότι η ναριντίνη (ένα φλαβονοειδές σε γκρέιπφρουτ) μπορεί να βοηθήσει στην πρόληψη της αθηροσκλήρωσης, όταν η χοληστερόλη συσσωρεύεται στις αρτηρίες σας.
Είναι πλούσιο σε αντιοξειδωτικά
Το γκρέιπφρουτ είναι επίσης μία καλή πηγή αντιοξειδωτικών, τα οποία συμβάλλουν στη μείωση της φλεγμονής και στην καταπολέμηση των βλαβών που προκαλούνται από τις ελεύθερες ρίζες στο σώμα.
Συμβάλλει στην ενυδάτωση του οργανισμού
Μπορεί ο χυμός γκρέιπφρουτ να είναι πολύ δημοφιλής όμως είναι ακόμη καλύτερο να καταναλώνετε ολόκληρο το φρούτο ώστε να επωφεληθείτε από τις φυτικές ίνες.
Χαρίζει γερά οστά
Το γκρέιπφρουτ περιέχει αξιοπρεπείς ποσότητες ασβεστίου και φωσφόρου, οι οποίες συμβάλλουν στη διατήρηση δυνατών οστών και δοντιών.
Γνωστοί και ως "μήλα της Ανατολής", οι λωτοί ανήκουν στην επιστημονική οικογένεια των διόσπυρων. Αν και ήταν αρχικά εγγενείς στην Κίνα, η καλλιέργειά τους εξαπλώθηκε σε όλο τον κόσμο και τους βρίσκουμε πια σε πολλές χώρες. Στη Γαλλία και στις άλλες μεσογειακές χώρες εμφανίστηκαν τον 19ο αιώνα. Η Λατινική λέξη για τον καρπό αυτό σημαίνει "τροφή των θεών" και είναι το εθνικό φρούτο της Ιαπωνίας. Η Κίνα κυριαρχεί στην παγκόσμια παραγωγή, παράγοντας πάνω από 3 εκατομμύρια μετρικούς τόνους προϊόντος ετησίως.
Οι λωτοί δεν έχουν πολλές θερμίδες (70 θερμίδες / 100 γραμμάρια) αλλά έχουν πολύ χαμηλά λιπαρά. Η μαλακή, λεία σάρκα τους είναι μια πολύ καλή πηγή φυτικών ινών. 100 γρ. φρέσκων φρούτων παρέχει 3,6 γρ. ή 9,5% της συνιστώμενης ημερήσιας πρόσληψης διαλυτών και αδιάλυτων ινών. Είναι ιδιαίτερα ωφέλιμοι για την υγεία καθώς περιέχουν πολυφαινολικά αντιοξειδωτικά φλαβονοειδών όπως κατεχίνες, γαλοκατεχίνη και τη σημαντική αντικαρκινική ένωση, το βετουλινικό οξύ. Γλυκός και νόστιμος, ο λωτός είναι επίσης πλούσιος σε πολλά θρεπτικά συστατικά όπως βιταμίνες Α και C, σύνθετες βιταμίνες Β όπως φολικό οξύ, πυριδοξίνη, θειαμίνη, ζεαξανθίνη, λυκοπένιο, βήτα-καροτίνη και κρυπτοξανθίνη. Είναι επίσης μια καλή πηγή μετάλλων όπως το κάλιο, το μαγγάνιο, ο χαλκός και ο φώσφορος.
Οφέλη για την υγεία
Αντιοξειδωτικά
Τα αντιοξειδωτικά που περιέχει λειτουργούν ως προστατευτικά κατά των ελεύθερων ριζών και των αντιδραστικών ειδών οξυγόνου, αναπτύσσοντας αντίσταση κατά των λοιμώξεων και των επιβλαβών ασθενειών. Η φλούδα του περιέχει φυτοχημικά, τα οποία προστατεύουν από βλάβες που σχετίζονται με τη γήρανση.
Εκφύλιση της ωχράς κηλίδας
Το σημαντικό διατροφικό καροτενοειδές, η ζεανθαξίνη που βρίσκεται στο λωτό, παρέχει ένα είδος φιλτραρίσματος του φωτός, αποτρέποντας την εκφύλιση της ωχράς κηλίδας στους ηλικιωμένους.
Απώλεια βάρους
Λόγω των υψηλών ποσοτήτων ινών που προσφέρει, κρατά το στομάχι γεμάτο για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα.
Βελτιώνει την πέψη
Τα υψηλά επίπεδα ινών είναι επίσης απαραίτητα για την σωστή πέψη. Έχει καθαρτικές ιδιότητες, γεγονός που το καθιστά ιδανικό για άτομα που πάσχουν από δυσκοιλιότητα και ηπατικά προβλήματα. Παρέχει αποτελεσματική ανακούφιση από την κατακράτηση υγρών.
Ενέργεια
Η υψηλή περιεκτικότητα του λωτού σε ζάχαρη και φρουκτόζη ενισχύει το σώμα με ενέργεια και βοηθά στην ανακούφιση των συμπτωμάτων του στρες και της κόπωσης.
Καρδιαγγειακή Υγεία
Περιέχει υψηλά επίπεδα καλίου, τα οποία μειώνουν την υψηλή αρτηριακή πίεση και αποτρέπουν άλλες καρδιακές παθήσεις που σχετίζονται με την υπέρταση.
Καρκίνος
Το βετουλινικό οξύ που περιέχει βοηθά στην εξουδετέρωση των ελευθέρων ριζών και την αποτροπή των βλαβών του DNA που σχετίζονται με τον καρκίνο.
Λόξυγκας
Ο λωτός χρησιμοποιείται ευρέως από τους Κινέζους παραδοσιακούς ιατρούς για τη φυσική ανακούφιση από το λόξυγκα.
Μαλλιά και δέρμα
Ενυδατώνει το δέρμα, αντιμετωπίζει την λιπαρότητα, καθυστερεί την πρόωρη γήρανση, λειαίνει τις ρυτίδες προσθέτοντας φυσική λάμψη. Οι βιταμίνες Α, Β και C που περιέχει περιποιούνται και θρέφουν τα μαλλιά.
Αχλάδι, το αγαπημένο φρούτο με το χαρακτηριστικό σχήμα και τη γλυκιά αρωματική γεύση. Το αχλάδι τρώγεται φρέσκο και αποτελεί εξαιρετική πρώτη ύλη για φρουτοσαλάτες, κομπόστες, χυμούς, γλυκά του κουταλιού, καθώς επίσης χρησιμοποιείται και στη μαγειρική. Τα αχλάδια έχουν υψηλή διατροφική αξία, καθώς είναι πλούσια σε φυτικές ίνες, αντιοξειδωτικές ουσίες και βιταμίνες, ενώ ανήκουν στα φρούτα που διαθέτουν χαμηλές θερμίδες.
Η αχλαδιά ανήκει στην ίδια οικογένεια με τη μηλιά. Και τα δύο αποτελούν φυλλοβόλα δέντρα με την αχλαδιά να χαρακτηρίζεται από πιο ορθόκλαδη βλάστηση. Οι αχλαδιές μπαίνουν σε καρποφορία, συνήθως, μετά το τέταρτο έτος και έχουν παραγωγική ζωή για περίπου 30-40 χρόνια. Στον ελληνικό χώρο, συναντάμε αχλαδιές σε όλες τις περιοχές, αν και οργανωμένες καλλιέργειες υπάρχουν, κυρίως, στη Μακεδονία, στη Θεσσαλία και την Πελοπόννησο. Ας δούμε αναλυτικά ποιες ποικιλίες αχλαδιάς επιλέγουμε για να καλλιεργήσουμε και τι φροντίδα χρειάζεται η καλλιέργεια της αχλαδιάς, ώστε να απολαμβάνουμε τα πιο νόστιμα αχλάδια από τον κήπο μας.
Ποιες είναι οι πιο γνωστές ποικιλίες αχλαδιάς;
Υπάρχουν πολλές ποικιλίες αχλαδιάς για να καλλιεργήσουμε. Ανάλογα την εποχή ωρίμανσης, μπορούν να διαχωριστούν σε πρώιμες, που ωριμάζουν μέσα στο καλοκαίρι, και οψιμότερες που ωριμάζουν μέσα στο φθιννόπωρο. Οι πιο γνωστές και διαδεδομένες ελληνικές ποικιλίες είναι η Κοντούλα και το Κρυστάλλι, ενώ σημαντικές ξένες πουκιλίες που καλλιεργούνται στη χώρα μας είναι η Αμπάτε φέτελ (Abate Fetel), η Πάσα κρασάνα (Passe Crassane), και η Γουίλιαμς (Williams).
– Αχλαδιά Κοντούλα
Η κοντούλα είναι εξαιρετική ελληνική ποικιλία αχλαδιάς με καρπό γκριζοπράσινου-κοκκινωπού χρώματος, μέτριου μεγέθους με κοντό κοτσάνι και λευκή σάρκα. Ο καρπός της κοντούλας είναι πολύ νόστιος με υπέροχο άρωμα. Ωριμάζει στα μέσα Ιουλίου και είναι κατάλληλη για ορεινές περιοχές καθώς είναι ανθεκτική σε χαμηλές θερμοκρασίες.
– Αχλαδιά Κρυστάλλι
Άλλη μία εξαιρετική ελληνική ποικιλία είναι το κρυστάλλι ή τσακώνικη όπως αλλιώς ονομάζεται. Το κρυστάλλι διαθέτει μεσαίο μέγεθος καρπού, μεγαλύτερο από την κοντούλα, έχει γυαλιστερό πράσινο χρώμα και κοκκινίζει ελαφρά όταν δέχεται άμεσα τις ακτίνες του ήλιου. Το κρυστάλλι έχει υπέροχη γεύση είναι πολύ αρωματικό και συγκομίζεται τέλη Ιουλίου ως αρχές Αυγούστου.
– Αχλαδιά Κόσια
Η κόσια είναι μία εξαιρετικά παραγωγική ποικιλία με μεσαίου μεγέθους καρπό, κίτρινου χρώματος, στενόμακρο, ελαφρά αρωματικός με βουτυρώδη γεύση. Κατάλληλη για ορεινές περιοχές, η κόσσια χρησιμοποιείται και ως επικονιάστρια ποικιλία σε καλλιέργειες αχλαδιάς για όλες τις ποικιλίες αχλαδιάς. Ωριμάζει στις αρχές Ιουλίου και δεν έχει μεγάλη διάρκεια συντήρησης.
– Αχλαδιά Πάσα Κρασάνα
Η πάσα κρασάνα (Passe Crassane) είναι παραγωγική ποικιλία με καταγωγή από την Ιαπωνία με μεγάλο μέγεθος καρπού καστανόχρυσου χρώματος που θυμίζει μήλο. Διάθετει μαλακή λευκή χυμώδης σάρκα, είναι αρωματική αν και έχει κάπως υπόξινη γεύση. Είναι ανθεκτική τόσο στην παγωνιά, σε συνθήκες ξηρασίας και υψηλών θερμοκρασιών, ενώ έχει και μεγάλη διάρκεια συντήρησης. Η πάσα κρασάνα είναι όψιμη ποικιλία που ωριμάζει αρχές Οκτωβρίου.
– Αχλαδιά Αμπάτε Φέτελ
Η αμπάτε φέτελ (Abate Fetel) είναι μία γαλλική ποικιλία αχλαδιάς με καρπό μεγάλου μεγέθους, λεπτόφλουδο, πρασινοκίτρινου χρώματος. Είναι πολύ νόστιμη ποικιλία με αρωματική, κάπως συνεκτική σάρκα και σχετικά υπόξινη γεύση. Ωριμάζει αρχές Σεπτεμβρίου και συντηρείται πολύ καλά.
– Αχλαδιά Γουίλιαμς
Η γουίλιαμς (Williams) είναι η πιο διαδεδομένη ποικιλία αχλαδιάς στον κόσμο, καθώς έχει πολύ καλή συντήρηση. Οι καρποί της είναι λεπτόφλουδοι, μεσαίου μεγέθους και έχουν χρώμα πράσινο που γίνεται κίτρινο όταν ωριμάζουν. Ξεχωρίζει για τη λευκή χυμώδη βουτυρώδη σάρκα και γλυκιά γεύση. Η ποικιλία Γουίλιμας ωρίμαζεί μέσα στον Αύγουστο.
Τι συνθήκες απαιτεί η καλλιέργεια της αχλαδιάς για να ευδοκιμήσει;
Οι αχλαδιές ευδοκιμούν σε περιοχές με ζεστά ξηρά καλοκαίρια και σχετικά αρκετό χειμερινό ψύχος, αλλά χωρίς όψιμους παγετούς στην ανθοφορία της. Προτιμούμε περιοχές με νότια ή νοτιοδυτική έκθεση για την καλλιέργεια της αχλαδιάς που δεν χαρακτηρίζονται από πολλές βροχοπτώσεις την περίοδο της άνοιξης και του καλοκαιριού. Για την καλλιέργεια της αχλαδιάς προτιμάμε γόνιμα εδάφη μεσαίας σύστασης. Αποφεύγουμε τη φύτευση σε ξερά ασβεστούχα εδάφη, καθώς το ριζικό σύστημα της αχλαδιάς χρειάζεται έδαφος με καλό αερισμό και σχετικά καλή αποστράγγιση.
Ποια εποχή φυτεύουμε αχλαδιές και σε τι αποστάσεις;
Κατά την χειμωνίατικη περίοδο, μπορούμε να προμηθευτούμε από φυτώρια καρποφόρων δέντρων, δηλαδή δενδρύλλια χωρίς μπάλα χώματος για να φυτέψουμε. Κατάλληλη εποχή φύτευσης για τα γυμνόριζα δενδρύλλια αχλαδιάς είναι από τον Δεκέμβριο μέχρι τον Φεβρουάριο, όταν τα δενδρύλλια αχλαδιάς βρίσκονται σε λήθαργο. Πρέπει να σημειώσουμε ότι τα γυμνόριζα δενδρύλλια αχλαδιάς έχουν σημαντικά χαμηλότερο κόστος αγοράς σε σχέση με τα δενδρύλλια αχλαδιάς σε γλάστρα ή σε σακουλάκι με χώμα που μπορούν να φυτευτούν καθόλη τη διάρκεια του χρόνου.
Όσον αφορά την προστασία από έντομα, η καλλιέργεια της αχλαδιάς αρχικά προσβάλλεται από τα έντομα της οπλοκάμπης και της καρπόκαψας που οι κάμπιες τους σκουληκιάζουν και σαπίζουν τα αχλάδια κάθε χρόνο. Επίσης, προσβάλλεται από ένομα που προσβάλλουν το φύλλωμα και τους καρπούς όπως το έντομο της ψύλλας, της μελίγκρας, την ψώρα Σαν Χοσέ, τον τίγρη της αχλαδιάς, καθώς και απο τον τετράνυχο. Για τη βιολογική καταπολέμηση των προσβολών των εντόμων της αχλαδιάς, χρησιμοποιούμε οικολογικά σκευάσματα φυσικής πυρεθρίνης, βάκιλου Θουριγγίας και θερινού πολτού που προμηθευόμαστε από γεωπονικά καταστήματα.
Πότε συγκομίζουμε τα αχλάδια και πώς τα συντηρούμε;
Tα αχλάδια ανάλογα την ποικιλία συγκομίζονται από τα μέσα του καλοκαιριού μέχρι τα μέσα του φθινοπώρου. Για να μπορέσουμε να τα διατηρήσουμε για αρκετό διάστημα, κόβουμε τα αχλάδια όταν σχηματίσουν το τελικό τους μέγεθος πριν ακόμα ωριμάσουν. Συγκομίζουμε νωρίς το πρωί ή κατά το σούρουπο όταν έχει δροσιά και όχι υψηλές θερμοκρασίες. Μπορούμε να διατηρήσουμε τα αχλάδια για λίγες εβδομάδες εκτός ψυγείου σε δροσερό περιβάλλον, ενώ συντηρούνται για αρκετούς μήνες στο ψυγείο σε θερμοκρασίες από -1°C έως 0°C. Επειδή όμως τα αχλάδια ωριμάζουν κατά την αποθήκευση τους, αποφεύγουμε να τα έχουμε μαζί με μήλα που εκλύουν αιθυλένιο και προκαλούν ωρίμανση στα αχλάδια.
Πότε και πώς κλαδεύουμε τις αχλαδιές;
H καλλιέργεια της αχλαδιάς χρειάζεται κλάδεμα κάθε χρόνο για να έχει καλή ανάπτυξη και πλούσια καρποφορία. Αρχικά, υπάρχει το κλάδεμα διαμόρφωσης, που αφορά το σχήμα που δίνουμε σε νεαρά δέντρα της αχλαδιάς, και το κλάδεμα καρποφορίας που γίνεται στα μεγάλα ενήλικα δένδρα. Το κλάδεμα γίνεται στα τέλη του χειμώνα από τον Ιανουάριο μέχρι τον Φεβρουάριο πριν ξεκινήσει η νέα βλάστηση, όταν η αχλαδιά βρίσκεται σε κατάσταση ληθάργου. Συνήθως στους ερασιτεχνικούς κήπους, η αχλαδιά διαμορφώνεται κατά το κλάδεμα, κυρίως, σε κυπελλοειδές σχήμα και λιγότερο σε παλμέτα που είναι το παραδοσιακό γραμμικό σύστημα φύτευσης. Με το κλάδεμα καρποφορίας, μειώνουμε τη βλαστική ανάπτυξη για να επιτύχουμε καλή καρποφορία.
Email: Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.